Γράφτηκε από ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΦΩΚΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ στις Δημοσιεύτηκε στο blog-εκδηλώσεις.

Η Μάχη της Αμπλιάνης Φωκίδος εκδήλωση στις 28/07/2019

«Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΜΠΛΙΑΝΗΣ 14 ΙΟΥΛΙΟΥ 1824»

Εκδήλωση τιμής και μνήμης για τα 195 χρόνια από τη Μάχη της Άμπλιανης συνδιοργάνωσαν ο Δήμος Δελφών με την Εταιρεία Φωκικών Μελετών (Ε. Φ. Μ). την Κυριακή 28 Ιουλίου 2019 στη θέση “Πλάκα”, πλησίον των εγκαταστάσεων της μεταλλευτικής εταιρίας ΕΛΜΙΝ, στο 51 ο χιλ. και στο προαύλιο χώρο του Μουσείου Ελληνικής Επανάστασης (οικία Πανουργιά) με το ακόλουθο πρόγραμμα .



Πρόγραμμα:

Προσέλευση προσκεκλημένων - Προσέλευση επισήμων στη θέση ‘Πλάκα’



Επιμνημόσυνη δέηση



Κατάθεση στεφάνων

Άρης Αγγελόπουλος, Αντιδήμαρχος Δήμου Δελφών



Εκπρόσωπος Αστυνομικής Διεύθυνσης

Ιωάννης Ράμμος, Πρόεδρος της Ε.Φ.Μ.



Ιωάννης Τσινταβής, εκπρόσωπος ΑΠΟΕΑ



Θεόδωρος Αβράμπος, Πρόεδρος Τ.Κ. Γραβιάς

Γεώργιος Κουτσοκλένης, εκπρόσωπος του 5/42

Το απόγευμα οι εκδηλώσεις συνεχίστηκαν στον προαύλιο χώρο του Μουσείου Ελληνικής Επανάστασης (οικία Πανουργιά) στην Άμφισσα με καλωσόρισμα του προέδρου της Εταιρίας Φωκικών Μελετών .



Ακολούθησε χαιρετισμός του Δημάρχου Δήμου Δελφών

Ιστορική αναδρομή των γεγονότων πριν τη μάχη της Άμπλιανης από τον κ. Γιώργο Ζουμά, μέλος της Ε.Φ.Μ.





Η διάσταση του χρόνου, η αέναη πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης, οι αξίες του παρελθόντος. 

Κυρίες και κύριοι 

Η σημερινή μας περιήγηση στο χώρο και το χρόνο, η ιστορική και πολιτιστική διαδρομή μας πιστοποιείται από την ύπαρξη μνημείων,  πηγών ανεκτίμητων και αδιάψευστων μαρτύρων της μακραίωνης ιστορικής ιδιαιτερότητας του τόπου μας.

Με αφορμή τη συμπλήρωση 195 χρόνων από τη μάχη της Άμπλιανης που έγινε στις 14/07/1824, τιμάμε τους προγόνους μας και ενθυμούμαστε τους ένδοξους απελευθερωτικούς αγώνες τους. Γεγονός είναι ότι η  μάχη αυτή στο πεδίο της οποίας εμείς σήμερα, καταθέτουμε τιμές και μνήμη, υπήρξε από τις σφοδρότερες του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνα με συμμετοχή άνω των 12.000 Τούρκο-Αλβανών κατά των 1.200 Ελλήνων. 

Επιχειρώντας μια ιστορική ανασκόπηση των γεγονότων, το  πρώτο μέρος του αγώνα της ανεξαρτησίας (1821-1832) του Έθνους, που διεξήγαγε ο υπόδουλος ελληνισμός ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ξεκίνησε το  Μάρτιο του 1821, στην Πελοπόννησο και αμέσως μετά στην Ανατολική Στερεά. Ταυτόχρονα τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, Σάμος ξεσηκώνονται και συμμετέχουν αποφασιστικά στον αγώνα. Τα επαναστατικά μέτωπα στη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και την Κρήτη πληθαίνουν. Οι πολυάριθμες όμως οθωμανικές δυνάμεις που βρίσκονται στις περιοχές αυτές, καταπνίγουν γρήγορα τις εξεγέρσεις. Σύντομα η επανάσταση περιορίζεται στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και σε νησιά του Αιγαίου.

Οι προσπάθειες των επαναστατημένων Ελλήνων (1821-1824) επικεντρώνονται στην πολιορκία και κατάληψη φρουρίων, όπου κατέφευγαν οι Τούρκοι για να αμυνθούν. Παράλληλα προσπαθούν να αποκρούσουν τις οθωμανικές εκστρατείες από στεριά και θάλασσα και να διατηρήσουν τα πρώτα εδάφη που καταλαμβάνουν σε περιοχές της Ρούμελης και του Μοριά. Οι επιτυχίες του αγώνα αρκετές, αφού πέρασαν στον έλεγχο των ελλήνων επαναστατών πολύ σύντομα, Καλαμάτα (23 Μαρτίου), Αίγιο (23 Μαρτίου), Καλάβρυτα (26 Μαρτίου), Άργος, Καρύταινα, Μεθώνη, Νεόκαστρο, Φανάρι, Γαστούνη, Ναύπλιο Σάλωνα (Πανουργιάς, 27 Μαρτίου), Γαλαξίδι (Γιάννης Γκούρας, 28 Μαρτίου), Λιδωρίκι (Δήμος Σκαλτζάς, 28 Μαρτίου), Μαλανδρίνο (Σκαλτζάς, 30 Μαρτίου), Λιβαδειά (Αθανάσιος Διάκος, 31 Μαρτίου), Θήβα (Βασίλης Μπούσγος, 3 Απριλίου), Αταλάντη στη Στερεά Ελλάδα. 

Ειδικότερα στις 24 Μαρτίου 1821, όταν έμαθε ο Πανουργιάς ότι επαναστάτησε η Αχαΐα, βρισκόταν μαζί με τους 60 αρματολούς του στη Μονή του Προφήτη Ηλία. Εκεί κάλεσε τους προεστούς της πόλης και των χωριών και έκανε γενική συνέλευση, στην οποία ομόφωνα αποφασίστηκε να επιτεθούν στους Τούρκους. Διέταξε το γαμπρό του και υποπλαρχηγό Θανάση Μανίκα να στρατολογήσει στα Βλαχοχώρια όλους όσους μπορούσαν να κρατήσουν όπλο. Έστειλε και τον εξάδερφό του, Γιάννη Γκούρα στον Άγιο Γεώργιο να στρατολογήσει και αυτός και να συνεννοηθεί με τους κατοίκους του Γαλαξειδίου.

Αφού συνεννοήθηκαν, ξεκίνησαν τη νύχτα της 26ης Μαρτίου, ξημερώθηκαν στα Σάλωνα και πολιόρκησαν το φρούριο υπό την αρχηγία του Πανουργιά. Οι Τούρκοι που είχαν υποπτευθεί την εξέγερση των Ελλήνων είχαν προλάβει και κλείστηκαν στο φρούριο με όλα τα γυναικόπαιδα, και με τους πρόσφυγες από τη Βοστίτσα που είχαν καταφύγει εκεί από την Πελοπόννησο. Μεταξύ αυτών ήταν και 600 ένοπλοι.

Οι Τούρκοι ήταν δυνατοί, αλλά και οι Έλληνες επιτέθηκαν με ορμή, ώστε κυρίευσαν την πρώτη κιόλας μέρα τα αποθέματα του νερού. Οι πολιορκημένοι αναγκάστηκαν από έλλειψη νερού να εξορμήσουν στις 8 Απριλίου με σκοπό να κυριεύσουν μια κοντινή πηγή, αλλά απέτυχαν και φονεύθηκαν 13, μεταξύ των οποίων και ο ανδρείος Χάιδας.

Μετά από στενότατη πολιορκία, οι Τούρκοι στερούμενοι τροφών και νερού αναγκάστηκαν μετά από 14 ημέρες στις 10 Απριλίου να παραδοθούν, αφού πρωτύτερα συμφώνησαν να μην τους πειράξουν. Βγήκαν και παρέδωσαν τα όπλα τους στον Πανουργιά που τα παρέλαβε καθιστός μπροστά στην Πύλη. Όσοι ήθελαν και ένοιωθαν ασφαλείς παρέμειναν στα σπίτια τους, ενώ οι άλλοι όλοι διασκορπίστηκαν στα χωριά.

Το φρούριο των Σαλώνων ήταν το πρώτο που κατέλαβαν οι Έλληνες στην Επανάσταση του 1821. Μετά την απελευθέρωση, του κάστρου των Σαλώνων  τα Σάλωνα έγιναν η πρωτεύουσα της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας με την ίδρυση του Αρείου Πάγου των Σαλώνων όπου ψηφίστηκε το Σύνταγμα της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας (15 Νοεμβρίου 1821). Πληρεξούσιοι (73) απ’ όλες τις κατηγορίες όπως πρόκριτοι, οπλαρχηγοί και κληρικοί, που προέρχονταν από την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Μακεδονία και την Ήπειρο, δήλωσαν σε όλο τον κόσμο, ότι η Ελλάδα, θα ζήσει ελεύθερη και μάλιστα ως ένα κράτος με νόμους και τάξη, υπό ενιαία Διοίκηση. 

Όταν ο Χουρσίτ Πασάς της Τρίπολης έμαθε ότι οι Έλληνες του Μοριά και της Ρούμελης επαναστάτησαν, διέταξε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη να κατεβούν με ισχυρές δυνάμεις μέχρι την Τρίπολη περνώντας από Θεσσαλία Βοιωτία και τον Ισθμό. Από την πλευρά των Ελλήνων η απόφαση που πάρθηκε από τους μεγάλους Καπεταναίους Διάκο, Πανουριά και Δυοβουνιώτη στους Κομποτάδες ήταν να επιτεθούν. Από  τη στιγμή που έφθασαν στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα οι Τούρκοι, άρχισε ο «υπερ πάντων αγώνας». Υπήρξαν δύο γνώμες. Ο Γέρο Πανουριάς και ο Διάκος πίστευαν ότι έπρεπε να κλειστούν οι δρόμοι που οδηγούσαν ο ένας προς τα Σάλωνα – Ναύπακτο και ο άλλος προς Λοκρίδα – Βοιωτία- Ισθμό.

Με τη γνώμη τους συμφώνησε τελικά και ο Δυοβουνιώτης ο οποίος κατέλαβε με 400 άνδρες τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουριάς με 600, το χωριό Μουσταφάμπεη και την Χαλκομάτα και ο Διάκος με 500 περίπου κατέλαβε την Γέφυρα της Αλαμάνας. Ο Κιοσέ Μεχμέτ ξεκινώντας από τη Λαμία επετέθη κατά του Διάκου, ο οποίος παρέμεινε στο πεδίο της μάχης και δεν απέφυγε την τρομερή δύναμη των Τούρκων. Λίγες μέρες πριν είχε πει στο λαό της Λειβαδιάς «Ήρθε ο καιρός να μάθουν οι Έλληνες να μην φεύγουν μπροστά στον Τούρκο…», έτσι δίδαξε τη θυσία που έπρεπε να μάθουν όλοι οι Έλληνες. Παρά την ήττα των Ελλήνων ανεκόπη η πορεία των Τούρκων προς τον Μοριά.

Σχεδόν 40 μέρες από την έναρξη της Επανάστασης, το Μάιο του 1821 οι Τούρκοι μόλις είχαν κερδίσει τη μάχη της Αλαμάνας και ο Έλληνας ήρωας Αθανάσιος Διάκος είχε βρει μαρτυρικό θάνατο, με σημαντικό αντίκτυπο στο ηθικό των εξεγερμένων. Ο νικητής της Αλαμάνας Ομέρ Βρυώνης, αποφασίζει να προχωρήσει προς την Πελοπόννησο για να καταπνίξει τον πυρήνα της Επανάστασης και επιλέγει να το κάνει από την Σκάλα Σαλώνων, διασχίζοντας τη Ρούμελη διατάζοντας τους πιστούς του καπεταναίους της Δυτικής Ελλάδας να μαζευτούν στη Γραβιά Φωκίδος. Οι οπλαρχηγοί της Ρούμελης όμως, είναι αποφασισμένοι να τον εμποδίσουν.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς συναντιούνται σ’ ένα παλιό χάνι, στο Χάνι της Γραβιάς για να οργανωθούν. Άλλες μαρτυρίες υποστηρίζουν πως ο ίδιος ο Ομέρ Βρυώνης, που γνώριζε τον Ανδρούτσο από την αυλή του Αλή Πασά στα Γιάννενα, του ζήτησε να συναντηθούν εκεί για να τον πείσει να παραδοθεί.

Ο Ανδρούτσος όμως, ταγμένος στον αγώνα του έθνους, κάλεσε τους συμπολεμιστές του για να του επιτεθούν. Μετά από διαφωνίες ως προς τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης του πολυάριθμου τουρκικού στρατού (9.000 πολεμιστές και περίπου 1.000 έφιπποι), ο Ανδρούτσος ανέλαβε την πρωτοβουλία και επέλεξε το πλίνθινο, μικρό χάνι για οχυρό που θα στήριζε την άμυνά του. Το πρωί της 8ης Μαΐου του 1821 κλείστηκαν μέσα, οχυρώθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν και περίμεναν τους Τούρκους, που είχαν ήδη ξεκινήσει την πορεία τους προς τα Σάλωνα.

Όταν ο Ομέρ Βρυώνης έφτασε, έστειλε στους πολιορκημένους μουσουλμάνο δερβίση να τους μεταφέρει μήνυμα για να παραδοθούν. Μόνο που βόλι του ίδιου του Ανδρούτσου τον έριξε κάτω νεκρό, δίνοντας το σήμα να ξεκινήσει η μάχη. Τα θύματα των Τούρκων ήταν πολυάριθμα. Πάνω από 300 είχαν σκοτωθεί και 600 είχαν τραυματιστεί μέσα σε λίγες ώρες[4]. Οι Έλληνες έχασαν μόνο 6 πολεμιστές.

Στρατηγική επιτυχία η μάχη αυτή καθώς εμπόδισε την κάθοδο του Ομέρ Βρυώνη στην Πελοπόννησο και διευκόλυνε τη νίκη στο Βαλτέτσι που εμψύχωσε την επανάσταση.

Συγκεκριμένα, μετά τη μάχη στη Γραβιά, ο Βρυώνης αποφάσισε να σταματήσει προσωρινά την εκστρατεία του και να υποχωρήσει στην Εύβοια, για να συναντήσει αργότερα τις δυνάμεις του Κιοσέ Μεχμέτ. Έτσι παρεμποδίστηκε η κάθοδος ενός τόσο ισχυρού στρατού στην Πελοπόννησο, όπου η επανάσταση ακόμα δεν είχε εδραιωθεί, ενώ συνέβαλε στην έναρξη του αγώνα και στη δυτική Ελλάδα.[5]

Όταν ο Ομέρ Βρυώνης βρισκόταν ακόμη στη Γραβιά, έστειλε δύναμη 3.000 Τουρκαλβανών να καθαρίσει την περιοχή των Βλαχοχωρίων (ορεινή Παρνασσίδα, χωριά Μαυρολιθαρίου). Ήταν 12 Μαϊου 1821, εννέα μέρες μετά το Χάνι της Γραβιάς, όπου ο Γιάννης Γκούρας, αντιστάθηκε γενναία και ανέκοψε την πορεία του εχθρικού στρατεύματος, κατατροπώνοντάς τους. Μετά την ήττα αυτή Κιοσέ και Βρυώνης συμφώνησαν ότι δε μπορούσαν να μεταβούν στην Πελοπόννησο αν δεν ξεκαθαρίσει πρώτα η Ανατολική Στερεά Ελλάδα, η Εύβοια και η Αττική.

Με τις τρεις αυτές αποφασιστικές μάχες (Αλαμάνας- Χαλκομάτας – Γραβιάς – Βλαχοχωρίων) οι Έλληνες με κύριο κορμό τους Φωκείς δεν άφησαν τους Τούρκους να κατεβούν στον Μοριά.  

Στις 26 Αυγούστου του 1821 στη μεγάλη μάχη των Βασιλικών αποφασιστικό και πρωταρχικό ρόλο διαδραμάτισαν οι Φωκείς. Μια ολόκληρη στρατιά από 8.000 στρατιώτες με αρχιστράτηγο τον Μπεϋράν Πασά και τους στρατηγούς Χαντζή Μπεκίρ πασά, Σαχίν Αλή πασά και τον Μενίς πασά, κατ΄εντολή του Σουλτάνου, έπρεπε να προχωρήσουν μέσω Λαρίσης στη Νότια Ελλάδα και από εκεί αφού συναντούσαν  τον Κιοσσέ Μεχμέτ , μέσω Μεγαρίδας και Ισθμού, θα προχωρούσαν στην Πελοπόννησο για να λύσουν την πολιορκία της Τριπόλεως. Ο Γέρο – Δυοβουνιώτης όταν έμαθε το φτάσιμο των Τούρκων στη Λαμία, ειδοποίησε αμέσως τον Πανουριά και τον Γκούρα και όλους τους άλλους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Ξημέρωμα της 26ης Αυγούστου ο Μπεϋράν αποφάσισε να περάσει από το στενό των Βασιλικών. Οι Έλληνες αντιμετώπισαν αλλεπάλληλες και ορμητικές επιθέσεις του εχθρού. Στο άκουσμα μιας φωνής που έλεγε ότι… έρχεται ο Δυσσέας (Ανδρούτσος), Τούρκοι πανικοβλήθηκαν και οι  Έλληνες περνάνε στην αντεπίθεση.. Στη σφοδρή μάχη που επακολούθησε οι Έλληνες επέφεραν βαρύ πλήγμα στον εχθρό. Ο Χαντζή Μπεκίρ Πασάς πέθανε, ο Μεμίς πασάς σκοτώθηκε, ο Σαχίν πασάς τραυματίστηκε και ο Μπεϋράν πενθούσε το χαμό του γιού του.

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1821 οι δυνάμεις των Ελλήνων είχαν το νου τους στον Βορρά, απ΄όπου περίμεναν τον ερχομό των τουρκικών στρατιών.. Ιδιαίτερα μετά τη μάχη των Βασιλικών το ηθικό τους ήταν ανεβασμένο.. Ο κίνδυνος όμως από τη θάλασσα ήταν μεγάλος. Στην Πάτρα έφθασε ο τουρκικός στόλος υπό τον Καπουδάν Πασά Καρά- Αλή, αφού πρώτα είχε ενωθεί με τον στόλο της Αιγύπτου υπό τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Οι Γαλαξιδιώτες έστειλαν γράμμα στα νησιά Ύδρα και Σπέτσες για να στείλουν πλοία προκειμένου να συνδράμουν στον αγώνα. Με 200 άνδρες και αρχηγό τον Πανουριά οχυρώθηκαν στο λιμάνι και με πολλή μεγάλη γενναιότητα άντεξαν τον σφοδρό κανονιοβολισμό των Τούρκων που είχαν στο μεταξύ προσεγγίσει το λιμάνι, διαμέσου Αντιρρίου και Ναυπάκτου. Εντούτοις οι Έλληνες μπροστά στο μέγεθος της καταστροφής τρομοκρατήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Αυτή τη σύγχυση την αντιλήφθηκαν  οι Τούρκοι και μόλις ξημέρωσε η 23η Σεπτεμβρίου αποβιβάστηκαν και άρχισαν να πυρπολούν όλο το Γαλαξείδι.   

Από τις αρχές του 1822 οι επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα συνεχίστηκαν. Η στρατιά του Δράμαλη διέσχισε τη Στερεά σχεδόν χωρίς αντίσταση, κατέλαβε αμαχητί την Ακροκόρινθο και εισήλθε στην πεδιάδα του Άργους. (Στο πέρασμά του απ΄την Φωκίδα έκαψε την Τοπόλια, ενώ τα Σάλωνα είχαν κάψει οι Έλληνες, που είχαν εμπλακεί με τον Δράμαλη μεταξύ Γραβιάς και Άμπλιανης, ώστε ερχόμενος -17 Οκτ 1822 - να συναντήσει νεκρό τοπίο). Ο Κολοκοτρώνης  αναχαίτισε και σακάτεψε το Δράμαλη στα Δερβενάκια (λίγο βορειότερα απ΄το Άργος) και τον ξαπόστειλε πίσω στην Κόρινθο. έτσι αποτράπηκε ο κίνδυνος για την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Λίγο αργότερα οι Έλληνες κατέλαβαν το Ναύπλιο.

Το 1823 το βάρος της αντιμετώπισης των Ελλήνων ανέλαβαν βαλκάνιοι Πασάδες, Το  τουρκικό σχέδιο προέβλεπε δύο παράλληλες εκστρατείες, μία μέσω της Δυτικής Ελλάδας και μία μέσω της Ανατολικής που θα κατέληγαν και οι δύο στη Ναύπακτο. Από ‘κει διαπλέοντας το στενό Ρίου-Αντιρρίου οι ενωμένες πλέον στρατιές θα ξεχύνονταν στην Πελοπόννησο και θα κατέπνιγαν την επανάσταση. Την αρχηγία της δυτικής στρατιάς ανέλαβαν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Μουσταής Πασάς της Σκόδρας, ενώ την ανατολική ανέλαβε ο Γιουσούφ Σέρεζλης πασάς γνωστός ως Μπερκόφτσαλης. Η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη και του Μουσταή διασχίζοντας τις ορεινές περιοχές των Αγράφων για να συντρίψει τους τοπικούς οπλαρχηγούς συνάντησε ισχυρή αντίσταση από Ελληνικές δυνάμεις με αρχηγό τον Μάρκο Μπότσαρη, στη θέση Κεφαλόβρυσο κοντά στο Καρπενήσι. Αν και οι Έλληνες υπερείχαν στη μάχη ο θάνατος του Μπότσαρη τους ανάγκασε να αποσυρθούν. Οι Τούρκοι προέλασαν τότε προς το Μεσολόγγι, όμως προτίμησαν να πολιορκήσουν πρώτα το Αιτωλικό. Η πολιορκία αποκρούστηκε και η τουρκική στρατιά αποχώρησε. Στην επιστροφή δέχτηκε επίθεση από σώμα κλεφτών και επέστρεψε στην Ήπειρο αποδεκατισμένη.

Στη Φωκίδα στα τέλη Μαϊου ο Γιουσούφ πασά Μπερκόφτσαλης με 6000 στρατό προχώρησε προς τα Σάλωνα, λεηλατώντας τα πάντα. Μετά το κάψιμο της Ιεράς Μονής Ιερουσαλήμ της Δαύλειας, οι Τούρκοι στράφηκαν προς δυσμάς, έφθασαν στην Αράχωβα, στις 10-06-1823 και την έκαψαν. Στη συνέχεια έφθασαν στο Καστρί (Δελφοί) και το έκαψαν κι αυτό, την ίδια ημέρα. Συνεχίζοντας την πορεία τους πέρασαν από το Χρισσό, το οποίο πλήρωσε με λιγότερες ζημιές τη θηρωδία των Τούρκων και στις 12 Ιουνίου έκαψαν και τη Δεσφίνα. Στις 14 Ιουνίου λεηλατήθηκε και το Μοναστήρι του Οσίου Λουκά, το ξυλόγλυπτο τέμπλο καθώς και οι τοιχογραφίες έπαθαν σοβαρές ζημιές.  

To 1824 η επανάσταση του ελληνικού έθνους, έμπαινε πλέον στον τέταρτο χρόνο, και ήδη παρουσίαζε σοβαρά σημάδια κόπωσης. Ένας σημαντικός λόγος ήταν ότι από την αρχή της Επανάστασης άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες διαμάχες για το ποιος θα έχει την αρχηγία και την εξουσία, όχι μόνο στον Αγώνα αλλά και στο ελεύθερο ελληνικό κράτος που όλοι ήλπιζαν πως θα αποκτούσαν σε λίγα χρόνια. Ταυτόχρονα ο ελληνικός α’ εμφύλιος πόλεμος (25 Νοεμβρίου 1823-12 Ιουνίου 1824) είχε διαταράξει συθέμελα το εσωτερικό μέτωπο και εξαντλήσει σοβαρά τη δυναμική της επανάστασης. Οι διαμάχες πολιτικών και στρατιωτικών, που υπέβοσκαν από το πρώτο έτος της Επανάστασης οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση της Β' Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος τον Απρίλιο του 1823. Η πολιτική κρίση εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο το πρώτο εξάμηνο του 1824. Οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις ήσαν από τη μία πλευρά οι σημαντικότεροι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη και από την άλλη οι σημαντικότεροι πολιτικοί της Πελοποννήσου και οι νησιώτες. Το ρουμελιώτικο στοιχείο, που δεν είχε ενεργό ανάμιξη στη φάση αυτή, εκπροσώπησε ο ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης. .Αποτέλεσμα, ικανότατοι οπλαρχηγοί, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Οδ. Ανδρούτσος, ο Γ. Καραϊσκάκης, είχαν στοχοποιηθεί ως «εχθροί» του έθνους, έπεσαν σε δυσμένεια, αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία και εχθρότητα και επί της ουσίας αδρανοποιήθηκαν από την κυβέρνηση Κουντουριώτη-Μαυροκορδάτου-Κωλέττη. Γεγονός είναι ότι οι αιματηρές συγκρούσεις στρατιωτικών και πολιτικών (Α' Εμφύλιος) και Πελοποννησίων, Στερεοελλαδιτών και Νησιωτών από την άλλη (Β' Εμφύλιος), συνθέτουν το προφίλ της εμφύλιας διαμάχης κατά τη διάρκεια της Εθνικής Παλιγγενεσίας... 

Είμαστε πλέον στο καλοκαίρι του 1824 όπου  ο καινούριος Ρούμελη-βαλεσή Δερβίς Πασάς, με τους οπλαρχηγούς Γιουσούφ Πασά  Μπερκόφτσαλη και τον Αμπάζ Ντίπρα στα πλαίσιο του ευρύτερου Τούρκο-Αιγυπτιακού σχεδίου αντιμετώπισης της Επανάστασης, εισέβαλε με 15.000 στρατό στην Ανατολική Στερεά  Ελλάδα. Ο αντικειμενικός σκοπός ήταν μετά από την συνδυασμένη δράση των στρατευμάτων στη Δυτική Ελλάδα και στην Αττική, η διάλυση της Επανάστασης στη Στερεά και διαμέσου Φωκίδας εισβολή στη Πελοπόννησο. Στο μέτωπο της Φωκίδας, οι Τουρκαλβανοί του Πατρατζικίου (Υπάτη), έκαναν μια  εξόρμηση μέχρι τα χωριά της ορεινής Παρνασσίδας, τα λεγόμενα Βλαχοχώρια (Μαυρολιθάρι και γύρω χωριά) και είχαν καταφέρει να αιχμαλωτίσουν 300 ελληνικές οικογένειες και τα πράγματα έβαιναν καλώς για τους Τούρκους, μέχρι που ο Δήμος Σκαλτσας και ο Ανδ. Σαφάκας με τον Κοντογιάννη επιτέθηκαν ξαφνικά και αφού σκότωσαν αρκετούς από τους φρουρούς, ελευθέρωσαν όλους τους αιχμαλώτους.

Στις 8 Ιουλίου μια άλλη μεγάλη δύναμη των Τούρκων με αρχηγούς τους Αμπάζ πασά, τον Βελή Αγά και τον Πράχο Πρεβίστα με 6000 Αλβανούς πεζούς, ξεκίνησε από τη Γραβιά με σκοπό να ανεβούν στα Βλαχοχώρια και από εκεί ακολουθώντας τον μόρνο να φθάσουν στην Ναύπακτο.

Ο Σκαλτσοδήμος είχε στρατοπεδεύσει στη θέση Μπινίτσα με μικρή δύναμη, γιατί ένα μεγάλο μέρος της το είχε στείλει να βοηθήσει τον Πανουριά που περίμενε τους Τούρκους στην Άμπλιανη. Άρχισε η άνιση μάχη. Στη Μουσουνίτσα βρισκόταν ο Ανδ. Σαφάκας  με 350 παλικάρια και έσπευσε αμέσως κοντά στον Σκαλτσά. Η μάχη κράτησε έξι ολόκληρες ώρες. Οι Έλληνες αποφασισμένοι, μετά από μεγάλο αγώνα έτρεψαν σε άτακτη φυγή τους Τούρκους. Τώρα πλέον για τον Δερβίς πασά έμενε μόνο ένας δρόμος. Αυτός της Άμπλιανης.   

Κυρίες και κύριοι, η σημερινή  μέρα είναι ημέρα ιστορικής μνήμης.  Στο πέρασμα του χρόνου τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι η υπερηφάνεια και η αίσθηση του εθνικού συμφέροντος,  παραμένουν στοιχεία ισχυρότατα. Για να αλλάξουν οι συμπεριφορές ενός λαού, πρέπει να πιστέψει σε κάτι ανώτερο και διαχρονικότερο από το εφήμερο και ατομικό. Όπως αναφέρει ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του.. «Αν οι Έλληνες έδειχναν την ίδια ενεργητικότητα όχι στη μεταξύ τους διαμάχη αλλά απέναντι στους Οθωμανούς, ο πόλεμος θα είχε πάρει άλλη τροπή.«Δεν ορκίστηκα, όταν ορκίστηκα να σηκώσω ντουφέκι να πάγω να πολεμήσω με Ρωμαίγους. Είπαμε με Τούρκους.» Αργότερα στην Πνύκα, (1838) ο Κολοκοτρώνης θα πει σε ομιλία του: «Εις τον πρώτον χρόνον της επαναστάσεως είχαμεν μεγάλην ομόνοια και όλοι τρέχαμε σύμφωνοι…Εάν η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία και ίσως εφθάναμεν εις την Κωνσταντινούπολη τόσον ετρομάξαμε τους Τούρκους, όπου άκουγαν Ελληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρυά. Εκατόν Ελληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, κι ένα καράβι μια αρμάδα». 

Γεγονός είναι ότι η ιστορία διδάσκει, το παρελθόν αποτελεί παρακαταθήκη για έναν λαό. Η λέξη-κλειδί στη σύγχρονη δημοκρατία είναι η ισορροπία. Ισορροπία του μέτρου. Όπου ανατρέπεται η ισορροπία ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, κλυδωνίζεται και η δημοκρατία. Κι όταν ο πατριωτισμός χαλαρώνει, μαζί του απειλείται και η συλλογική ταυτότητα μιας κοινωνίας. 

Με το σημερινό εορτασμό, τιμάμε πρόσωπα και πράξεις που έθεσαν τις βάσεις για μια πορεία στο χρόνο αντάξια του ανθρώπου. Συνειδητοποιούμε, εμπνεόμαστε και τιθέμεθα - όπως η κάθε γενιά - στην κρίση της Ιστορίας. Για την ανταξιότητά μας προς τους τιμώμενους προπάτορες, οφείλουμε να πασχίζουμε: ως εργαζόμενοι, γονείς, πολίτες. Κλείνω με τα λόγια του Μακρυγιάννη «Το-λοιπόν, αν θέλωμεν το λίγον να γένη μεγάλον, πρέπει να λατρεύωμεν Θεόν, ν' αγαπάμε πατρίδα, να 'χωμεν αρετή, τα παιδιά μας να τα μαθαίνωμεν γράμματα κ' ηθική».

Σας ευχαριστώ





Η μάχη της Άμπλιανης και τα ταμπούρια του Πανουργιά από τον κ. Ιωάννη Τσινταβή, μέλος της Ε.Φ.Μ.



Αγαπητά μέλη της Ε.Φ.Μ.

φίλες & φίλοι καλησπέρα σας

Για την συντομία του χρόνου Θα παραλείψω τις προσφωνήσεις μιας και έχουν ακουστεί ήδη:

Στο πρώτο μέρος της αποψινής μας εκδήλωσης ο κος Ζουμάς μας παρουσίασε την πορεία της Επαναστάσεως από της ενάρξεως και μέχρι τα μέσα του 1824 ,όπου διαγραφόταν τεράστιος κίνδυνος λόγω της ισχύος του οθωμανικού στρατού, μόλις ένα μήνα μετά το τέλος του πρώτου εμφυλίου, όπου βρήκε την Ελληνική κυβέρνηση , και υπό το βάρος των καταστροφών σε Κάσο και Ψαρά, απολύτως αιφνιδιασμένη και ελάχιστα προετοιμασμένη.


Εγώ λοιπόν σήμερα θα αναφερθώ στη μάχη της Άμπλιανης Φωκίδος και την σημασία που είχε στην έκβαση του Αγώνα και συγκεκριμένα θα αναπτύξω τα εξής σημεία:

1 Συμμετέχουσες δυνάμεις

2 Τοπογραφία περιοχής

3 Αμυντική οργάνωση

4 Διεξαγωγή της μάχης

5 Εξελίξεις – Συμπεράσματα


Πριν συνεχίσουμε όμως με το ιστορικό να πούμε ότι η Άμπλιανη πήρε το όνομά της από τους αμπλάδες-μικρές πηγές νερού. Ετυμολογικά η λέξη Άμπλιανη προέρχεται από το ρήμα αναβλύζω, αναμπλύζω, αναμπλάω και το συγκεκομμένο άμπλας-Άμπλιανη. Μικρές πηγές νερού-αμπλάδες υπάρχουν και σήμερα στην περιοχή.


Ας έρθουμε λοιπόν τώρα να δούμε τις ετοιμοπόλεμες δυνάμεις που υπήρχαν στην περιοχή και που θα που θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν τον τουρκικό στρατό.

600 άνδρες υπό τον 23χρονο οπλαρχηγό Νάκο Πανουργιά (γιό του γερο-Πανουργιά) 250 εμπειροπόλεμοι Σουλιώτες υπό τους Γεώργιο Δράκο, Γιώτη Δαγκλή, Διαμαντή Ζέρβα, Τούσια Ζέρβα και Χριστόφορο Περραιβό. Από την Πελοπόννησο ήλθε στις 13 Ιουλίου μόνο μια μικρή βοήθεια από 200 άνδρες με τον 21χρονο Παναγιώτη Νοταρά και 130 επιπλέον Σουλιώτες υπό τον 23χρονο Κίτσο Τζαβέλλα (γιό του ένδοξου πολέμαρχου Φώτη Τζαβέλλα) και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Συνολικά 1.180 μαχητές (σύμφωνα με τους Χριστόφορο Περραιβό, Σπ. Τρικούπη και Απ. Βακαλόπουλο) απέναντι σε 10-11.000 εισβολείς!!.

Τοπογραφία της περιοχής


Για να καταλάβουμε που βρίσκεται η Άμπλιανη θα δούμε αυτούς τους δυο χάρτες, ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα κατά προσέγγιση και έναν σύγχρονο χάρτη ….





Η αμυντική οργάνωση της Άμπλιανης

Το σχέδιο του γερο-Πανουργιά ήταν να οργανωθεί μια αμυντική τοποθεσία στην θέση Άμπλιανη Φωκίδος, 3 ώρες από τα Σάλωνα (Άμφισσα) και 1 ώρα από τη Γραβιά, κοντά στο χωριό Βάργιανη, όπου ήταν εφικτό να αναχαιτιστεί ο ισχυρότατος αντίπαλος καθώς θα εξισορροπούνταν στο σημείο εκείνο η αριθμητική του υπεροχή.

Η περιοχή ήταν καλυμμένη πλήρως από δάσος και ήταν γεμάτη βράχια και γκρεμούς. Οι Έλληνες διαμορφώνοντάς την κατάλληλα, σχημάτισαν μια αμυντική γραμμή από 10 ταμπούρια:

Στην προβολή βλέπουμε τα μισοκατεστραμένα ταμπούρια που σώζονται μέχρι σήμερα, δηλαδή το πραγματικό πεδίο της μάχης, …







και τον λιθόστρωτο δρόμο της εποχής που συνέδεε την Λαμία με την Άμφισσα μέσω Γραβιάς, προσέξτε την λεπτομέρεια εγκιβωτισμού στην άκρη του δρόμου.






Στα αριστερά όπως βλέπουμε το χάρτη τοποθετήθηκαν 600 άνδρες υπό τον Ν. Πανουργιά, στο κέντρο οι 250 Σουλιώτες και δεξιά οι 330 άνδρες του Κ. Τζαβέλλα και του Π. Νοταρά.

Ως εφεδρεία κρατήθηκε μεταξύ Γκιώνας-Παρνασσού ένα σώμα από 200 άνδρες του Πανουργιά υπό το Γεώργιο Καλμούκη. Οι υπερασπιστές από την προηγούμενη μέρα, για να κάνουν την πρόσβαση απροσπέλαστη, έριξαν άφθονα έλατα στο δρόμο ώστε να εμποδίσουν την επέλαση του επίφοβου τουρκικού ιππικού.

Η διεξαγωγή της μάχης

Ήδη είχε περάσει ένας μήνας από τότε που ο Δερβίς πασάς έφτασε στη Λαμία και ως εκ τούτου η επιχείρηση για το άνοιγμα του δρόμου προς Σάλωνα-Ιτέα ήταν χρονικά επιβεβλημένη για να αποφευχθεί κάθε άλλη καθυστέρηση καθόδου στο Μοριά. Ο τουρκικός στρατός από 10-11.000 (οι 1.000 ιππείς), ή 16.000 σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Χριστόφορο Περραιβό, διανυκτέρευσε στη Γραβιά και το πρωί της 14ης Ιουλίου ξεκίνησε την πορεία του προς τα Σάλωνα. Όταν έφτασε μπροστά στην οχυρωμένη τοποθεσία χωρίστηκε σε 3 τμήματα:


Το δεξιό της σουλτανικής παράταξης από 3.000 Τουρκαλβανούς υπό τους Αμπάζ Ντίπρα και Πράχο Πρεβίστα χτύπησε τους 600 άνδρες του Νάκου Πανουργιά.


Στο κέντρο απέναντι στους 250 Σουλιώτες επιτέθηκαν με τα 2 κανόνια, 3.500 υπό τον αρχηγό Γιουσούφ Περκόφτσαλη, ενώ αριστερά 4.000 Τούρκοι (άτακτοι ένοπλοι μουσουλμάνοι από τη Θράκη και τη Μακεδονία) υπό τον Σουλεϋμάν μπέη της Ζίχνης, όρμησαν εναντίον των 330 ανδρών του Κίτσου Τζαβέλλα και του Παναγιώτη Νοταρά. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι βασικοί αρχηγοί της ελληνικής παράταξης, Κ. Τζαβέλας (1801-1855), Ν. Πανουργιάς (1801-1863), και Π. Νοταράς (1803-1873), ήταν όλοι μεταξύ 21-23 ετών (!!!)


Η μάχη ήταν σφοδρή. Για τουλάχιστον 10 ώρες (από τις 8-9 το πρωί έως 6-7 το απόγευμα) γίνονταν αλλεπάλληλες, λυσσαλέες επιθέσεις στα ελληνικά ταμπούρια. Η αμυντική γραμμή φαινόταν να αντέχει, καθώς οι εχθρικές έφοδοι εξασθενούσαν ολοένα και περισσότερο, παρόλο που η μάχη δεν είχε ακόμη κριθεί. Εκείνη την ώρα, καθώς έπεφτε το σούρουπο, εμφανίστηκαν στο αριστερό της τουρκικής παράταξης οι 200 άνδρες του Γ. Καλμούκη από Γκιώνα-Παρνασσό, προκαλώντας πανικό στις τάξεις της. Οι πολεμιστές του Τζαβέλα και του Νοταρά εκμεταλλεύτηκαν τη σύγχυση και πέρασαν στην αντεπίθεση.


Το τουρκικό αριστερό σταδιακά διαλυόταν και υποχωρούσε προς το κέντρο. Άμεσα και το ελληνικό κέντρο όρμησε μπροστά, συμπαρασύροντας το αντίστοιχο τουρκικό σε υποχώρηση. Ο Γιουσούφ πασάς εγκατέλειψε τη μάχη και υποχώρησε προς τη Γραβιά, γεγονός που οριστικοποίησε την ήττα του οθωμανικού στρατού.


Σύντομα και το δεξιό της τουρκικής στρατιάς υπό τους Ντίπρα και Πρεβίστα πήρε το δρόμο της υποχώρησης πιεζόμενο από το ελληνικό κέντρο, θεωρώντας την παραμονή του στο πεδίο της μάχης μάταιη όσο και απολύτως επικίνδυνη. Σε πολλές περιπτώσεις η άτακτη οπισθοχώρηση εξελίχθηκε σε μαζικό πανικό που ενίσχυε το φυσικό περιβάλλον. Πολλοί χάθηκαν πέφτοντας σε γκρεμούς και χαράδρες ποδοπατημένοι από τα υποχωρούντα τμήματα και ιδίως τους ιππείς.

(Στο οροπέδιο της Βάριανης έβρισκαν οι καλλιεργητές μέχρι τις μέρες μας ανθρώπινα οστά και γι αυτό ονόμασαν την περιοχή «τούρκικα κεφάλια».)


Μετά από 11 ώρες (κατ’ άλλους 9) άνισων αλλά ηρωικών συγκρούσεων η μάχη έληξε. Η εμφάνιση της εφεδρείας του Καλμούκη την κατάλληλη στιγμή και η θυελλώδης αντεπίθεση των 400 Σουλιωτών του Τζαβέλλα έκριναν το αποτέλεσμα. Η νίκη των Ελλήνων ήταν συντριπτική απέναντι σε 8πλάσιους αντιπάλους. Οι τουρκικές απώλειες ξεπέρασαν τις 2.000 νεκρούς και τραυματίες (πάνω από 500 ήταν οι νεκροί, μεταξύ αυτών και ο Σουλεϊμάν μπέης), ενώ οι Έλληνες έχασαν 9 άνδρες και είχαν 12 τραυματίες ή σύμφωνα με άλλες πηγές 37 νεκρούς και τραυματίες. Στα χέρια των επαναστατών έπεσαν 23 σημαίες, τα 2 πυροβόλα, καθώς και η σκηνή και το άλογο του Γιουσούφ Περκότσαφλη.

Εξελίξεις – συμπεράσματα

Μετά την νικηφόρα έκβαση της μάχης στην Άμπλιανη οι Έλληνες οπλαρχηγοί δε κάθισαν με σταυρωμένα τα χέρια και ένα μήνα μετά στις 14 Σεπτεμβρίου ένα μέρος του στρατού με αρχηγούς τον Δράκο, Δαγκλή, Πανουργιά, Καλύβα, Περραιβό και Καραϊσκάκη επιτέθηκαν στο τουρκικό στρατόπεδο που βρισκόταν κοντά στο κατεστραμμένο μοναστήρι της Πανάσσαρης με αποτέλεσμα να εκδιώξουν τους τουρκαλβανούς στον καταβολισμό τους στην Γραβιά ,οι επιτυχίες την Ελλήνων συνεχίστηκαν με τις δυο απανωτές νίκες σε Βάργιανη και Σουβάλα, οπότε, οι Γιουσούφ πασάς και Αμπάζ Ντίπρα διέλυσαν το στρατόπεδο της Γραβιάς στις 20 Σεπτεμβρίου και επέστρεψαν στο Λιανοκλάδι όπου βρίσκονταν ο αρχηγός της εκστρατείας, Δερβίς πασάς. Μετά από 17 μέρες αποσύρθηκαν όλοι μαζί στη Λαμία και στις 12 Οκτωβρίου τα υπολείμματα της τουρκικής στρατιάς αναχώρησαν ταπεινωμένα για τη Λάρισα. Ο Ρούμελη-βαλεσή, Δερβίς πασάς, παρόλα τα φιλόδοξα σχέδια που εκπόνησε για την καταστολή της ελληνικής επανάστασης, στα τέλη του 1824 αντικαταστάθηκε από τον πολύπειρο Ρεσίτ πασά Κιουταχή, εξορίστηκε στην Καλλίπολη και αποκεφαλίστηκε από το σουλτάνο τον Ιούνιο του 1826 ως υποστηρικτής των εξεγερθέντων γενιτσάρων.


Για πάνω από 4 μήνες, υποδεέστερες ελληνικές δυνάμεις απασχόλησαν τουλάχιστον 25.000 σουλτανικό στρατό στο μέτωπο Ακαρνανίας-Φωκίδας-Αττικής, εμποδίζοντας την κάθοδό του στην Πελοπόννησο και σε συνδυασμό με τις ναυτικές νίκες του Φθινοπώρου (ναυμαχίες Μυτιλήνης και Ηρακλείου) έσωσαν προσωρινά την επανάσταση. Στις 6 Νοεμβρίου και ο Ομέρ Βρυώνης διαλύοντας το στρατόπεδο της Αμφιλοχίας αναχώρησε για τα Γιάννενα, ενώ ο Ιμπραήμ κατέφυγε στην Κρήτη για να διαχειμάσει και να ανασυγκροτηθεί. Η επανάσταση για άλλη μια φορά είχε σωθεί.


Η πικρή πείρα της διχόνοιας δεν δίδαξε όμως τους Έλληνες. Στις 22 Οκτωβρίου 1824 (10 μέρες μετά την αποχώρηση του Δερβίς πασά για τη Λάρισα!) ξεσπούσε ο καταστροφικός δεύτερος εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο, που θα δίχαζε και θα αποδυνάμωνε ανεπανόρθωτα τις επαναστατικές δυνάμεις, ανοίγοντας το δρόμο στις αρχές του 1825 στην αιγυπτιακή απόβαση και την καταστροφική μανία του Ιμπραήμ και φέρνοντας την επανάσταση στα όρια της καταστροφής.

Αγαπητοί φίλοι μαζευτήκαμε σήμερα εδώ για να τιμήσουμε την 195η επέτειο αλλά και για να μάθουμε τι έγινε σ’ αυτή τη μεγάλη μάχη της Άμπλιανης, της τόσο αδικημένης απ’ την Ιστορία και τους ιστορικούς.


Τούτης της μάχης που γίνηκε η αιτία να μην εφαρμοσθεί το μεγάλο και καλοδουλεμένο σχέδιο του Σουλτάνου, που ήθελε τον αφανισμό ολοκλήρου του Έθνους.


Τούτης της μάχης που έστειλε στον Άδη πάνω από 2.000 Τούρκους .


Τούτης της μάχης που έγινε στην πιο κρίσιμη στιγμή της Επανάστασης, τότε δηλαδή που το πολιτικό πάθος είχε σπρώξει στον όλεθρο το επαναστατημένο Έθνος.


Τούτης της μάχης που από τους ιστορικούς εορτασμούς των κορυφαίων στιγμών του Αγώνα, αγνοείται παντελώς, από την Επίσημη Ελληνική Πολιτεία.


Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η μάχη της Άμπλιανης ήταν αποτέλεσμα ομαδικής συνεργασίας και ομοψυχίας των αγωνιστών που παραμερίζοντας τη διχόνοια (που είναι η εθνική μας νόσος) τις φιλοδοξίες, την φιλοπρωτία και τα ατομικά τους συμφέροντα πολέμησαν για την ελευθερία της πατρίδας τους.


Αγωνιστές της μάχης της Άμπλιανης με την ανδρεία σας υψώσατε ως τα ουράνια την εικόνα του ανθρώπου πολεμιστή και αναδείξατε την ελληνική λεβεντιά. Η θυσία σας αποτελεί υπόδειγμα αρετής και πρότυπο φιλοπατρίας αξιοσύνης παλικαριάς και ενότητας σ’ όλους εμάς τους απογόνους και μας δείχνει τον ιστορικό δρόμο του χρέους και της τιμής σήμερα που η πατρίδα μας αντιμετωπίζει σοβαρά εθνικά θέματα και επιχειρείται η αλλοίωση της ιστορίας μας από εσωτερική και εξωτερική προπαγάνδα. Μπροστά σ’ αυτούς τους κινδύνους δεν πρέπει να εφησυχάζουμε αλλά να προβάλλουμε συνεχώς και με κάθε τρόπο την ιστορική μας αλήθεια για τη σωστή διαφώτιση της παγκόσμιας κοινής γνώμης η οποία πληροφορείται μονομερώς από τους γείτονες που επιβουλεύονται την εδαφική μας ακεραιότητα.


Οφείλουμε να διαφυλάξουμε τα πνευματικά μας αγαθά που μας χαρίσατε με τους αγώνες και τις θυσίες σας και να σας υποσχεθούμε κάτι που μας το λέει έμμετρα ο Γεώργιος Δροσίνης :

Όπου πολέμου κράξιμο κι όπου της μάχης κρότοι

Εσείς περνάτε πρώτοι κι ακολουθούμε εμείς.

Δόξα και τιμή – τιμή και δόξα σε σας αθάνατοι ήρωες της μάχης της Άμπλιανης.

Εδώ τελείωσε και η δική μου παρουσίαση κατά την οποία αναφέρθηκα στα εξής σημεία:

1 . Συμμετέχουσες δυνάμεις

2 . Τοπογραφία περιοχής

3 . Αμυντική οργάνωση

4 . Διεξαγωγή της μάχης

5 . Εξελίξεις - Συμπεράσματα

Θέλω να σας ευχαριστήσω θερμά όλους για την παρουσία σας και ιδιαιτέρως τον συγχωρεμένο μπάρμπα Γιάννη Τσάφο και τον Ηλία Καβούρη για την προθυμία τους να μας οδηγήσουν στη θέση των ταμπουριών.

Φωτογραφία 2/08/2015 στην περιοχή Άμπλιανη – κοντά στα Ταμπούρια – και όπως βλέπουμε τη φωτογραφία διακρίνονται από αριστερά Ιωάννης Τσινταβής, Ιωάννης Ράμμος, Αθανάσιος Παναγιωτόπουλος, Ηλίας Καββούρης και ο Ιωάννης Τσάφος



Την εκδήλωση έκλεισε ο πρόεδρος της Ε.Φ.Μ. επισημαίνοντας την προσπάθεια της Ε.Φ.Μ. για ανάδειξη της ιστορικής αυτής μάχης αλλά και της ανάδειξης του χώρου ως μνημείου. Και συγκεκριμένα πρότεινε προς το Δήμο

Παραβρέθηκαν εκπρόσωποι της εκκλησίας, των τοπικών αρχών και πολλοί φίλοι.





11